μυλάριον

μυλάριον
μῠλ-άριον, τό, Dim. of
A

μύλη 1

, of a spell used in grinding salt, PMag.Par.1.3087.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • μυλάριον — μυλάριον, τὸ (Α) [μύλη] (για άσμα που τραγουδούσαν κατά το άλεσμα τού άλατος) υποκορ. τού μύλη …   Dictionary of Greek

  • μυλάριον — neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μύλη — η (ΑΜ μύλη) 1. χειρόμυλος 2. το στρογγυλό οστό τής επιγονατίδας 3. σαρκώδης όγκος τής μήτρας, ο οποίος παρατηρείται κατά την κύηση και που σήμερα ορίζεται ως προϊόν εκφύλισης τών τροφοβλαστικών λαχνών τού πλακούντα, οι οποίες μετασχηματίζονται σε …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”